- σφαιριστής
- ο, ΝΜΑ, και θηλ. σφαιρίστρια Ν [σφαφίζω]αυτός που συμμετέχει σε παιχνίδι που παίζεται με σφαίρεςνεοελλ.ο παίκτης μπιλιάρδου.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σφαιριστής — ball player masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφαιρισταί — σφαιριστής ball player masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφαιριστήν — σφαιριστής ball player masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφαιριστάν — σφαιριστά̱ν , σφαιριστής ball player masc acc sg (epic doric aeolic) σφαιριστής ball player masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφαιριστάς — σφαιριστά̱ς , σφαιριστής ball player masc acc pl σφαιριστά̱ς , σφαιριστής ball player masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μπιλιαρδιστής — ο [μπιλιάρδο] 1. άτομο που παίζει συχνά μπιλιάρδο, σφαιριστής 2. παίκτης που γνωρίζει καλά το μπιλιάρδο … Dictionary of Greek
πιλάριοι — οἱ, Μ οι ακοντιστές. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. pilarius «σφαιριστής» (< pila «σφαίρα»)] … Dictionary of Greek
σφαιριστικός — ή, ό / σφαιριστικός, ή, όν, ΝΑ [σφαιριστής] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σφαίριση αρχ. 1. το αρσ. ως ουσ. ὁ σφαιριστικός ο επιδέξιος στο να παίζει με τη σφαίρα 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ σφαιριστική (ενν. τέχνη) η επιδεξιότητα στη σφαίριση 3. φρ.… … Dictionary of Greek
σφαιροπαίκτης — ὁ, Α σφαιριστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < σφαῖρα + παίκτης (< παίζω), πρβλ. οργανο παίκτης] … Dictionary of Greek